τοποτηρητής

τοποτηρητής
ο
1) наместник; 2) церк, викарий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τοποτηρητής" в других словарях:

  • τοποτηρητής — warden of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοποτηρητής — ο 1. αναπληρωτής, αντικαταστάτης άρχοντα κυρίως: Ο αντιβασιλιάς είναι τοποτηρητής του βασιλιά. 2. αναπληρωτής επισκόπου: Τοποτηρητής της Μητρόπολης Σερρών. 3. επίτροπος των υποθέσεων σωματείου, εταιρείας κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοποτηρητής — ο, ΝΜΑ [τοποτηρῶ] νεοελλ. 1. αναπληρωτής, αντικαταστάτης 2. εκκλ. αναπληρωτής επισκόπου σε σύνοδο νεοελλ. μσν. 1. (στο Βυζ.) πολιτικό αξίωμα τού οποίου ο κάτοχος αντικαθιστούσε τον αρχηγό σε όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες 2.… …   Dictionary of Greek

  • τοποτηρηταῖς — τοποτηρητής warden of a masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοποτηρηταί — τοποτηρητής warden of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοποτηρητοῦ — τοποτηρητής warden of a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοποτηρητῇ — τοποτηρητής warden of a masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοποτηρητήν — τοποτηρητής warden of a masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοποτηρητῶν — τοποτηρητής warden of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βικάριος — ο (Μ βικάριος) 1. αναπληρωτής, τοποτηρητής 2. επίτροπος επισκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vicarius «αυτός που κάνει κάτι στη θέση άλλου, ο τοποτηρητής»] …   Dictionary of Greek

  • δικαίος — ο (Μ δικαῑος και δίκαιος) νεοελλ. μοναχός ο οποίος ορίζεται τοποτηρητής ή αναπληρωτής τού ηγουμένου για ένα έτος μσν. τοποτηρητής θρησκευτικού ή κοσμικού άρχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, από το …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»